Поиск в словарях
Искать во всех

Русско-греческий словарь (Сальнов) - дело

 
 

Перевод с русского языка дело на греческий

дело
дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος , гражданское (уголовное) η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём ~? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα
Рейтинг статьи:
Комментарии:

См. в других словарях

1.
  дел||ос1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση {-ις}:у него много ~а ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за ~ καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные ~а οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по ~ам πήγε γιά δουλειά· болтаться без ~а γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:военное ~ ἡ πολεμική τέχνη· горное ~ ἡ μεταλλευτική· столярное ~ ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское ~ ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное ~ ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего ~а εἶναι μάστορας στή δουλειά του·3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση{-ις}:это его личное ~ εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет ~а до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам ~ ἔχω νά σας μιλήσω· по личному ~у γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое ~ ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за ~ мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· ~ чести ζήτημα τιμής·4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση{-ις}, τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:суть ~а ἡ...
Русско-новогреческий словарь

Вопрос-ответ:

Ссылка для сайта или блога:
Ссылка для форума (bb-код):

Самые популярные термины